υποτύπτω — Α 1. χτυπώ κάτω, ωθώ προς τα κάτω («κοντῷ ὑποτύπτοντες λίμνην», Ηρόδ.) 2. ρίχνω κάτω, βυθίζω («ὑποτύψας κηλωνηΐῳ ἀντλέει», Ηρόδ.) 3. πατώ, στηρίζομαι («χέρσῳ ὑπέτυψε κορώνη», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τύπτω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
ὑποτυποῦσι — ὑποτύπτω strike aor subj pass 3rd pl (epic) ὑποτυπόω sketch out pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) ὑποτυπόω sketch out pres ind act 3rd pl (attic ionic) ὑποτυπόω sketch out pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) ὑποτυπόω sketch… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτυπτομένην — ὑποτύπτω strike pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτύπτοντες — ὑποτύπτω strike pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτύπτουσα — ὑποτύπτω strike pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτύψαι — ὑποτύφομαι aor inf act ὑποτύψαῑ , ὑποτύφομαι aor opt act 3rd sg ὑποτύπτω strike aor inf act ὑποτύψαῑ , ὑποτύπτω strike aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπετύψατο — ὑποτύφομαι aor ind mid 3rd sg ὑποτύπτω strike aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτετύφθαι — ὑποτύφομαι perf inf mp ὑποτύπτω strike perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτύψας — ὑποτύψᾱς , ὑποτύφομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑποτύψᾱς , ὑποτύπτω strike aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέτυφεν — ὑποτύφομαι aor ind pass 3rd pl (epic) ὑπέτῡφεν , ὑποτύφομαι imperf ind act 3rd sg ὑποτύπτω strike aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέτυψε — ὑποτύφομαι aor ind act 3rd sg ὑποτύπτω strike aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)